πολυκύδιστος

πολυκύδιστος
πολυ-κύδιστος [pron. full] [κῡ], ον,
A most glorious,

θεσμοσύνα AP7.593

(Agath.); πολυκυδίστη Σοφίη ib.9.657 (Marian.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυκύδιστος — η, ον, Α (για πρόσ.) ο πάρα πολύ φημισμένος, πάρα πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύδιστος, υπερθ. τού κυδρός «ένδοξος» (< κῦδος, τὸ «δόξα, φήμη»)] …   Dictionary of Greek

  • πολυκυδίστου — πολυκῡδίστου , πολυκύδιστος most glorious masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”